- μνημούρι
- το-ιού, το μνήμα, ο τάφος: Από τότε που ορφάνεψε γυρίζει όλη μέρα στα μνημούρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μνημούρι — και μνημόρι, το (ΑΜ μνημόριον, Μ και μνημόρι και μνημούρι και μνημούριν) τάφος, μνήμα, τύμβος νεοελλ. φέρετρο μσν. ταφικό μνημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. memorium «μνημείο, τάφος» με παρετυμολογική επίδραση τού μνήμα] … Dictionary of Greek
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
μεμόριον — μεμόριον, τὸ (ΑM, Α και μεμόριν) μνημείο για την ανάμνηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τής ελλ. λ. μνημεῖον και τής λατ. λ. memoria «μνήμη» (πρβλ. λατ. memorium και λ. μνημούρι)] … Dictionary of Greek
μνημουρόπετρα — και μνημορόπετρα, η λίθινη πλάκα σε τάφο για αναγνώριση αυτού, επιτάφια στήλη («και μια γριά μερονυχτής, σαν κλήμα, σαν μνημορόπετρα γυρτή, μοιρολογά και κλαίει», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνημούρι + πέτρα] … Dictionary of Greek
μνημόρι — το (Μ μνημόρι) βλ. μνημούρι … Dictionary of Greek